- ἐπικήρῡξις
- ἐπι-κήρῡξις, ἡ, das öffentliche Ausrufen, öffentliche Bekanntmachung, z. B. einer Belohnung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπικήρυξις — proclamation of a reward fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικήρυξιν — ἐπικήρυξις proclamation of a reward fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… … Dictionary of Greek